νήχυτος

νήχυτος
νήχυτος, -ον (Α)
1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς»)
2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε -χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί-χυτος, οινό-χυτος. Το ά συνθετικό δεν είναι το στερ. πρόθημα νη-* αλλά πρόθημα που λειτουργεί επιτατικά και σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς τη λ. νήδυμος* «γλυκός, ευχάριστος». Η λ., λόγω τού συνθ. ἐπινήχυτος, έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. νήχομαι «κολυμπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νήχυτος — full flowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήχυτον — νήχυτος full flowing masc/fem acc sg νήχυτος full flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηχύτου — νήχυτος full flowing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PATARORUM urbs — seu Patara nunc Patera, seu Paterea Castaldo. urbs Lyciae, Baudrando in ora maris Pamphylii, prope ostia Xanthi fluv. Patari opus. Strab. l. 14. in qua Apollo 6. hibernis mensibus oracula reddebat. Patria S. Nicolai, Myrae Episcopi. Hinc… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”