- νήχυτος
- νήχυτος, -ον (Α)1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς»)2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε -χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί-χυτος, οινό-χυτος. Το ά συνθετικό δεν είναι το στερ. πρόθημα νη-* αλλά πρόθημα που λειτουργεί επιτατικά και σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς τη λ. νήδυμος* «γλυκός, ευχάριστος». Η λ., λόγω τού συνθ. ἐπινήχυτος, έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ρ. νήχομαι «κολυμπώ»].
Dictionary of Greek. 2013.